- ἐπιτόνως
- ἐπίτονοςon the stretchadverbialἐπίτονοςon the stretchmasc/fem acc pl (doric)ἐπιτονόωbraceimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίτονος — η, ο (Α ἐπίτονος, ον) [επιτείνω] 1. το αρσ. ως ουσ. ο επίτονος α) το σχοινί τής αντένας πλοίου β) καθένα από τα ισχυρά σχοινιά με τα οποία αγκυρώνονται οι στήλες και τα επιστήλια τών ιστών πάνω στα πλευρά και στην πρύμνη τού πλοίου, τα ξάρτια αρχ … Dictionary of Greek